- προδιαπλέω
- προ-δια-πλέω, vorher durch od. hinüber schiffen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιαπλέω — Α περνώ πρώτος με πλοίο απέναντι («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ αὐτὸν προδιαπλεῡσαι», Δίων. Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαπλέω «πλέω από τη μια ακτή ώς την απέναντι»] … Dictionary of Greek
προδιαπλεῦσαι — προδιαπλέω sail across first pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek